εὐμαθές

εὐμαθές
εὐμαθής
ready
masc/fem voc sg
εὐμαθής
ready
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευμαθής — ές (ΑΜ εὐμαθής, ές) 1. αυτός που μαθαίνει εύκολα και γρήγορα, επιδεκτικός μαθήσεως, ταχυμαθής 2. αυτός που επιθυμεί μάθηση, μόρφωση αρχ. 1. αυτός που μαθαίνεται εύκολα, ευνόητος, κατανοητός 2. φρ. «εὐμαθὲς φώνημα» ευδιάγνωστη, ευκρινής φωνή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”